- νεκτάρεος
- νεκτάρεος, -έα, -ον, ιων. τ. θηλ. -έη (Α)1. (για ενδύματα) α) αυτός που ευωδιάζει σαν νέκταρ, ευώδηςβ) λαμπρός, έξοχος2. αυτός που αποτελείται από νέκταρ, από οίνο («νεκταρέαις σπονδαῑσιν», Πίνδ.)3. (το ουδ. ως επίρρ.) νεκτάρεονγλυκά, με γλυκό τρόπο («νεκτάρεον μείδησε», Απολλ. Ρόδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < νέκταρ + κατάλ. -εος (πρβλ. κίτρ-εος, λίν-εος)].
Dictionary of Greek. 2013.